Too / Enought

Too
  • Κάτι ειναι τόσο πολύ ώστε κάτι άλλο δεν μπορεί να γίνει.
  • Κρύβει άρνηση γι' αυτό δεν πάει ποτέ με άρνηση.
It is too cold to go swimming.
This coffee is too sweet for.
This house is too big for us to live in.



Enough
  • Έχει θετική έννοια.
  • Κάτι είναι αρκετό ώστε επιτρέπει και κάτι άλλο να γίνει.

She is old enough to go out on her own.
We have got enough room to put you up (= we have got a lot of room to put you up).
Αλλά:
We didn't run fast enough to win the race.













 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου